-
1 φιλοφροσύνη
A friendliness, kindliness, Il.9.256; τινος towards one, Hdt.5.92.γ; εἰρήνη πρὸς ἀλλήλους καὶ φ. Pl.Lg. 628c
; κοινωνεῖν φιλοφροσύνης ib. 640b;τυχεῖν Plu.Pyrrh.11
;δέξασθαι φιλοφροσύνην Id.Mar.40
;νέμειν τινί Id.Cat.Mi.3
;διὰ φιλοφροσύνην Pl.Lg. 740e
;μετὰ φιλοφροσύνης Plu.2.124c
: pl., friendly greetings, welcomes,σὺν φιλοφροσύναις δέξασθαι Pi.O.6.98
;ποικίλαι φ. Phld. Lib.p.29
O.;φιλοφροσύνας φιλοφρονεῖσθαι ἡδίους Luc.Im.21
.II cheerfulness, gaiety, X.Smp.2.24 (pl.), Plu.2.128d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοφροσύνη
См. также в других словарях:
βούλομαι — και βουλιέμαι και βουλιούμαι (AM βούλομαι, Α και επιτ. τ. βόλομαι) 1. θέλω, επιθυμώ 2. λογαριάζω, σκέπτομαι να πράξω κάτι νεοελλ. αποφασίζω μσν. (για διάταξη νόμου) καθορίζω αρχ. φρ. 1. «εἰ βούλει» (ευγενική φράση φιλοφροσύνης) αν αγαπάς 2.… … Dictionary of Greek
παιδίος — παιδίος, ὁ (Α) βαρβαρισμός αντί παιδίον («ἔνιοι δὲ φασι, τὸν μὲν προφήτην ἑλληνιστὶ βουλόμενον προσειπεῑν [τὸν Ἀλέξανδρον] μετά τινος φιλοφροσύνης... είπεῑν, ὦ παιδίος, ἀντὶ τοῡ νῡ τῷ σῑγμα χρησάμενον», Πλούτ.) … Dictionary of Greek